- βάσκανος
- -η, -οο φθονερός: Αισθάνθηκα έντονα τη βάσκανη ματιά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βάσκανος — one who bewitches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάσκανος — η, ο (AM βάσκανος, ον) 1. κακός, κακεντρεχής, που έχει κακό μάτι («βάσκανος μοίρα») 2. (για μάτια) αυτός που φέρνει βασκανία, που ματιάζει αρχ. 1. κακολόγος, υβριστής 2. συκοφάντης, διαβολεύς 3. μάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. βάσκανος… … Dictionary of Greek
βασκάνως — βάσκανος one who bewitches adverbial βάσκανος one who bewitches masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάσκανον — βάσκανος one who bewitches masc/fem acc sg βάσκανος one who bewitches neut nom/voc/acc sg βάσκᾱνον , βασκαίνω bewitch aor imperat act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκανώτατε — βάσκανος one who bewitches masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκάνοις — βάσκανος one who bewitches masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκάνου — βάσκανος one who bewitches masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκάνους — βάσκανος one who bewitches masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκάνων — βάσκανος one who bewitches masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκάνῳ — βάσκανος one who bewitches masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)